- ουδετεροδύνωση
- η(ραδιοηλ.) ο περιορισμός τής χωρητικής σύζευγης μεταξύ τών ηλεκτροδίων ανόδου και τού πλέγματος τών τριόδων ενισχυτριών λυχνιών υψηλής συχνότητας προς αποφυγή δημιουργίας ηλεκτρικών ταλαντώσεων, αλλ. εξουδετέρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. neutralisation < λατ. neutralis «ουδέτερος»].
Dictionary of Greek. 2013.